- καλαμιές
- трcтици
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
Pythagoras Papastamatiou — (Greek: Πυθαγόρας Παπασταματίου, 1930 November 15, 1979) which was known by the name Pythagoras was a Greek writer, scenariographer and a theatrical writer. Biography He was born in 1930 in Agrinio where he lived until when he was 18. His family… … Wikipedia
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
ακροκέφαλος — (acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και… … Dictionary of Greek
καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… … Dictionary of Greek
Ακουταγκάβα, Ριουνοσούκε — (Ryunosuke Αkutagava, Τόκιο 1892 – 1927). Ιάπωνας συγγραφέας. Μαθητής του Νατσούμε Σοσέκι, ανήκει στη λεγόμενη νεοϊντελεκτουαλιστική σχολή και είναι μάλιστα ο κυριότερος εκπρόσωπός της. Νεότατος ίδρυσε μαζί με άλλους το περιοδικό Σινσιτσό. Έγραψε … Dictionary of Greek
Δημολίτσα, Ελένη — (Λυγιά Κορινθίας 1922 –). Λογοτέχνης. Είναι γνωστή και με το φιλολογικό ψευδώνυμο Λυγιανή. Φοίτησε για δύο χρόνια στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek